- ὑγροβατικός
- ὑγρο-βᾰτικός, ή, όν,A going in the wet, prob. to be supplied in Ath.3.99b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υγροβατικός — ή, όν, Α [ὑγροβατῶ] (για ζώα) αυτός που βαδίζει, που ζει στο νερό, υδρόβιος … Dictionary of Greek